-
1 ἐκ-τορέω
ἐκ-τορέω, ausbohren, αἰῶνα χελώνης, rauben, H. h. Merc. 42.
-
2 ἐκτορέω
ἐκ-τορέω, ausbohren, αἰῶνα χελώνης, rauben
См. также в других словарях:
χελώνα — η / χελώνη, ΝΜΑ, και χελύνη και αιολ. τ. χελύννα και χέλυννα Α 1. οστρακοφόρο βραδύκίνητο ερπετό (α. «πηγαίνει σαν χελώνα» β. «ὀρεσκῴοιο χελώνης», Υμν. Ερμ. γ. «αἱ θαλάττιαι χελῶναι καὶ αἱ χερσαῑαι», Αριστοτ.) 2. το όστρακο τού ζώου αυτού 3.… … Dictionary of Greek